- Πρίν λίγες μέρες παιδιά,πέρασα από ένα συνοικιακό μπακάλικο,να ψωνίσω λίγα πράγματα. Ενα μαγαζί αυθεντικό,"αλλά παλιά",γεμάτο υπέροχες μυρωδιές από το παρελθόν ! Αυτά που πήρα τελικά ήταν δυό σακούλες όλο κι όλο,τα φόρτωσα στο αμάξι κι έφυγα.Παρκάρω λοιπόν στο σπίτι μου και...."ντριιιιν" το κινητό. Ηταν ο Μανωλιός ο φίλος μου,γείτονας, χρόνια τώρα, Τα σπίτια μας το ένα απέναντι στο άλλο. <<Τσακίσου ρε,μου λέει,έλα πάνω να πιούμε ρατσές...τώρα ακούς;>> <<η κυρά έχει φτιάσει κα...ι χοχλιούς>> τι να πώ εγώ..όχι;;;δεν υπάρχει περίπτωση..έχει δυό καραραμπίνες ο κρητήκαρος και κάτι χέρια σαν φτιάρια οικοδομής! Αφήνω λοιπόν τις σακούλες στο αμάξι μου,στο κάθισμα του συνοδηγού, κλειδώνω και χτυπάω το κουδούνι τους. Είπαμε τις μαλακίες μας,γελάσαμε,τα τσούξαμε. Οι καημένοι οι χοχλοί, παρκάρανε στο στομάχι μας, αφήνοντας το "σπιτάκι" τους σε βαθιά πιατέλα σαν κρατήρας. Πέρασε η ώρα όμορφα, ώσπου ο Μορφέας άρχισε να μας χτυπά την πλάτη...νυστάξαμε βλέπεις. Σηκώθηκα, τους ευχαρίστησα, ασπαστήκαμε είπα και τις καληνύχτες μου κι έφυγα. Διέσχισα τον δρόμο και πλησιάζω το αμάξι να πάρω τις σακούλες. Ξεράθηκα. Το τζάμι σπασμένο και οι σακούλες είχαν βγάλει φτερά από...κόνδορα. Οι ρατσές του Μανωλιού,άρχισαν να βγαίνουν από τα μάτια μου, (εγκεφαλικό σκέφτηκα),η καρδιά μου άρχισε να χορεύει σαν τα κωλομέρια από τις Βραζιλιάνες στο Ρίο,τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Ανοιξα την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και κάθισα να συνέλθω. Τελικά ρε μάγκες,με συνέφερε η λογική! Είπα μέσα μου <<κι αν ήταν φτωχαδάκια; Μπατίρια ρε παιδί μου και δεν είχαν τίποτα να φάνε;;>>Δε πάνε στο διάολο και οι σακούλες...χαλάλι τους...το ίδιο θα έκανα και γώ αν πείναγα...το τζάμι ποιος πληρώνει τώρα. Υ.Γ. φιλαράκια ΠΡΟΣΟΧΗ, η ζωή έχει αγριέψει...
ΜΕΤΑΛΛΕΙΟΛΟΓΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΟΥ Ε.Μ.Π.-ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ,ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Π.ΑΘΗΝΩΝ-ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ(Ο Κώστας πέθανε σε τροχαίο..)τα ποιηματά σου θα τα ταξιδέψω στό φλοιό της γής εγώ φίλε,καλό ταξίδι...
Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017
η ζωή έχει αγριέψει μάγκες..
ΜΙΚΡΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ;;

Η δουλειά ήταν κάπου στη βόρεια Ελλάδα,καλά λευτά,αρπαχτή που λέμε. Την πλάκωσα ολημερίς και την παρέδωσα κατά τις 7 το απόγευμα,όταν το σούρουπο έβαφε το πρόσωπό του με μελανά χρώματα, κατηφιασμένα. Πήγα στο μοτέλ,την έπεσα για μια ωρίτσα. Σηκώθηκα, έκανα ένα ντουζάκι να φρεσκαριστώ. Το ξύρισμα ήταν βαθύ και με λεπτομέρεια. Εβαλα τα καλά μου,την πανάρχαια κολώνια μου,την brut,χτυπώντας καλά τα μάγουλα να φραπαδιάσουν και έκλεισα τη πόρτα πίσω μου. Πήρα τον πρώτο δρόμο, έτσι για να γνωρίσω τη πόλη. Μου τράβηξε τη προσοχή ένα δρομάκι με πολλά φώτα.Χώθηκα με περιέργεια μικρού παιδιού. Τα μαγαζιά πολλά και διάφορα....σουβλακερί,καφε-μπάρ,χασάπικα,μπαράκια,κόσμος πολύς! Ξαφνικά ένα ουράνιο flash έλαμψε την περιοχή. (ε.. ρε γλέντια που έχει ο θεός σκέφτηκα) Δεν άργησε να έρθει και η βροντή,δυνατή,τρομερή,όπως όταν σπάει το φράγμα του ήχου το αεροπλανο. Να και η βρόχα που λέει ο Ζαμπέτας,αλλά τι βρόχα;;σαν γατοκέφαλα! Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, με τσάντες στο κεφάλι, εφημερίδες, οτι είχε πρόχειρο...Εγώ τρύπωσα στο πρώτο μπαράκι που είδα,να γλυτώσω από τη θυμωμένη φύση.Γεμάτο το μικρό μαγαζί. Ένας συρφετός ψευτομαγκιάς, έχει κατακλύσει τον χώρο. Μια πλημμύρα αμερικανοποιημένων νεοέλληνων,με μούσια φερετζέδες αλά μουτζαχεντίν και με κινητά και tablet στο χέρι, λάτρεις του fecesbook.. οι κοπελιές,βαμμένες ξανθές,με νηπιακής εμπνεύσεως τατουάζ στα βυζιά και ολούθε....Τελικά,δέκα λεπτά έκανα να φτάσω στονμπάρμαν. Του έκανα νόημα αλλά πού....<<ρε φίλε θα πιούμε σήμερα τίποτα;;>> του είπα. <<Να περιμένεις απάντησε>> Σκέφτηκα να φύγω,αλλά έξω η βροχή έριχνε ζειμπέκικο...Η ώρα περνούσε και ο θόρυβος από τη μουσική ήταν για τρέλα...Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος κοινωνιολόγος για να διαγνώσει τον πλήρη ξεπεσμό αυτής της σύγχρονης σκατοφυλής που ισχυρίζεται ότι κατάγεται από τους αρχαίους Έλληνες. Τέλος πάντων. Ξαφνικά ακούω μια αγριοφωνάρα,<<πές το >>... <<ένα Τζόνι>> του απάντησα. Το ποτήρι που έφερε,γδαρμένο από τις πολλές πλύσεις και το ποτό,λίγο με 200 παγάκια...<<Δέκα γέρο>> μου λέει...Του δίνω το δεκάρικο και σκέφτομαι ,Αλβανός θα είναι...άκου <<γέρο>> <<γιούρο>> ήθελε να πεί...Στο τρίτο ποτό δεν άντεξα και του λέω,<<γιούρο>> ρε φίλε,όχι <<γέρο>>...<<το ξέρω ρε γέρο>> μου λέει....Αυτό ήταν! πηδάω μέσα στη μπάρα και γίνεται χαμός. Μπουκάρουν και δυό φουσκωτοί και...ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε...Οι γροθιές τους επαναληπτικές και στοχευμένες...έριξα κι εγώ,αλλά στον αέρα.....( η ανδρεία όπως και πολλές άλλες αρχαϊκές αρετές,μ' έχουν δυστυχώς εγκαταλείψει προ πολλού.) Η ώρα έγειρε προς τις 2 το μεσημέρι.Προσπάθησα να σηκωθώ,αλλά ο πονοκέφαλος ήταν στο μάτι του..κυκλώνα,τρομερός,δυνατός !Κατάφερα τελικα να φτάσω στον καθρέφτη που λέει πάντα την αλήθεια! Το δεξί μάτι μου,ήταν σαν αμφιλεγόμενης γκέισας...το δεξί μου,έβλεπε, αλλά μέσα από ομίχλη. Πάλι καλά τα παιδιά,δεν μπορώ να πω,δεν με χτύπησαν κάτω από τη μέση! Το πάνω μέρος,είχε πρόβλημα...ακόμη και οι ρώγες μου πονούσαν, λές και είχα θηλάσει...αλιγάτορες.Τι ήθελα σε αυτό το ευρωκωλάδικο; αφού με την ψυχολογία που είχα,ήμουν το πολύ για μπακαλοταβέρνα,με τσίρο,ελιές και κρασάκι.Πολύ μαλάκας.Γι αυτό πρέπει να ακούμε τους παλιούς σοφούς ανθρώπους.Στην περίπτωσή μου θα έλεγαν, <<μικροί,μεγάλοι στο καφενείο ρεεεεε;;>>
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)