Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Λιαντίνης: Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά

«Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη. Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου αρχικότητα.»
 
«Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου, πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος».
 
«Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.»
 
«Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.»
 
«Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.»
 
«Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»
 
«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»
 
Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Ο πρώτος έρωτας δεν ξεχνιέται ποτέ...!

Αυτή η ρομαντική ιστορία δεν είναι δική μου αλλά της μητέρας μου που έχει πεθάνει, θα την διηγηθώ όμως μέσα από τα δικά μου μάτια, τα δικά μου συναισθήματα..couple


Εκεί πάνω στον Παράδεισο, δεν τα πηγαίνουν καλά με την τεχνολογία και το facebook, και ο θεός δεν έφτιαξε μια ιστοσελίδα “GODSECRETS” για να μπαίνουν όσοι έχουν μεταβεί »εις τόπον χλωερό και δασώδη» και να γράφουν τις ιστορίες τους που θα είχαν άλλωστε πολύ ενδιαφέρον.

Η ιστορία διαδραματίζεται γύρω στο 1950, όταν η μάνα μου –η μικρή τότε Χρυσούλα16 χρονών  γνωρίζει τον πρώτο της έρωτα τον Κλεώ, ο οποίος ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος, σε μια αλάνα του χωριού.

Εκεί γίνονταν τα πανηγύρια τον δεκαπενταύγουστο, ήταν ένα είδος νυφοπάζαρου. Εκεί ένιωσαν το πρώτο φτερούγισμα στην καρδιά και έδωσαν το πρώτο και τελευταίο φιλί κάτω από έναν πλάτανο.

Δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ παρά μόνο μετά από 60 χρόνια.


Δύο χρόνια μετά από αυτόν τον πλατωνικό έρωτα η μάνα μου γνώρισε τον πατέρα μου τον Δημητράκη, ο οποίος έμπαινε στο σπίτι της Χρυσούλας σαν δευτεροξάδερφος, ώσπου και την αγάπησε.

Όπως καταλαβαίνετε εγώ και ο αδερφός μου ήμαστε τρίτα ξαδέρφια και αδέλφια συγχρόνως. Εξού και η αποβλακωμάρα που μας δέρνει μετά την μικρή αιμομιξία.

Η γιαγιά μου δεν ήθελε να παντρευτούν επειδή ήταν ξαδέλφια, έτσι ο πατέρας μου Δημητράκης έκλεψε την ωραία Χρυσούλα και την στεφανώθηκε.

Καρποί της αγάπης τους ήμασταν εγώ και ο αδερφός μου. Ζήσαμε φτωχικά αλλά ευτυχισμένα. Εδώ θα τρέξω λίγο την ιστορία για λόγους συγγραφικής οικονομίας (είμαι και λίγο ψώνιο!).

Στο χωριό η ζωή ήταν δύσκολη, έτσι στα χρόνια της μετανάστευσης γύρω στο 1970 ήρθαμε στην Αθήνα. Εδώ οι γονείς μου δούλεψαν, εμείς πήγαμε σχολείο, μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε, χωρίσαμε (ο αδελφός μου), κάναμε παιδιά.

Ο πατέρας μου δεν έπαψε ποτέ να σκέπτεται το αγαπημένο του χωριό. Έτσι όταν βγήκαν στην σύνταξη γύρισαν πίσω στα πάτρια εδάφη.

Στα 71 του χρόνια ο Δημητράκης πεθαίνει από εγκεφαλικό.


Η γιαγιά Χρυσούλα μένει μόνη της στο χωριό περνώντας πολύ δύσκολα, πίνοντας καφέ που και που με τις γειτόνισσες, περιμένοντας τα Χριστούγεννα και το Πάσχα να έλθει στην Αθήνα με τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Ένα βράδυ μαζί με μια φιλενάδα της γειτόνισσα αναπολώντας τα νιάτα τους η γιαγιά Χρυσούλα εκφράζει την επιθυμία να βρει την πρώτη της αγάπη τον Κλεώ.

Πράγματι πήραν το 11880 (κάνω και διαφήμιση) και  βρήκαν το σταθερό του τηλέφωνο.


Η μάνα μου με φόβο και πάθος σχηματίζει το νούμερο και ακούει την φωνή του, του εξηγεί ποια είναι, την θυμάται αμέσως και αρχίζει να της τραγουδά το αγαπημένο τους ρεφραίν.

Μιλούν για αρκετή ώρα, γεμίζουν συγκίνηση, ταξιδεύουν πολύ πίσω στο χρόνο, νοσταλγούν, λένε πως εξελίχθηκε η ζωή τους.

Ο Κλεώ μένει στη Θεσσαλονίκη, είναι παντρεμένος με την Φωφώ, έχει παιδιά και εγγόνια. Αυτό το τηλεφωνικό νταραβέρι γίνεται καθημερινά και τους γεμίζει χαρά.

Ενώ συμβαίνουν αυτά, μετά από σειρά εξετάσεων μαθαίνουμε ότι η μάνα μου είναι άρρωστη με κίρρωση του ήπατος. Γιατροί, εξετάσεις, θεραπείες, νοσοκομεία είναι καθημερινά στην ζωή μας. Εκείνη όμως δεν έχει σταματήσει να μιλά με τον Κλεώ, ο οποίος είναι και αυτός άρρωστος από την καρδιά του.

Η χαρά που παίρνουν από την καθημερινή τους κουβέντα στο τηλέφωνο είναι απερίγραπτη. Δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο, γελούν, τραγουδούν, καταλαβαίνουν ότι η ζωή είναι πάντα γλυκιά, ξαναθυμούνται εκείνο το πρώτο φιλί, γεμίζουν νοσταλγία.

Κάποια στιγμή η Φωφώ, η γυναίκα του Κλεώ αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει, έτσι ο Κλεώ εξιστορεί “το αμαρτωλό παρελθόν του” με το “τρίτο πρόσωπο” και της μιλάει για την καθημερινή τηλεφωνική τους επικοινωνία.

Η Φωφώ ώριμη, κουρασμένη από τις ατυχίες και τα βάσανα της ζωής, δέχεται με πολύ κατανόηση όλο αυτό.


Μάλιστα χαίρεται που ο άνθρωπος της έχει να σκεφτεί κάτι διαφορετικό πέρα από τα γεράματα και τις αρρώστιες. Έτσι με τις ευχές της γίνονται και οι τρείς τηλεφωνικοί φίλοι.

Σε ένα νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όταν μπήκε η μάνα μου για χιλιοστή φορά συναντήθηκαν για πρώτη φορά και γνωρίστηκαν οι δύο γυναίκες. Η Φωφώ πήγε να της δώσει ευχές για περαστικά.

Εκείνη την ημέρα μίλησα και εγώ μαζί της και την ρώτησα: Μήπως είναι ανήθικο; Μήπως είναι ιεροσυλία στην μνήμη του πατέρα μου; Πρέπει να το φέρω βαρέως; Πρέπει να ντρέπομαι; Μου απάντησε όχι και έκλαψε.

Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε και εκείνη μια πρώτη ανεκπλήρωτη αγάπη.


Το καλοκαίρι αφού τους είχε καλέσει στο χωριό, η μάνα μου, ο Κλεώ και η Φωφώ (Μου θυμίζει την ταινία: η Μαρίνα-ο Κλέαρχος και ο κοντός) βρέθηκαν να περάσουν λίγες μέρες μαζί.

Έπιναν καφέ, μαγείρευαν, γελούσαν, πήγαιναν βόλτες με τα μπαστούνια τους, έλεγαν ιστορίες το βράδυ, περνάγανε όμορφα.

Εδώ φτάνουμε στο τέλος της ιστορίας.


Η υγεία της γιαγιάς Χρυσούλας χειροτερεύει. Ένα μήνα στο νοσοκομείο. Είναι Χριστούγεννα, την έχω φέρει κοντά μου στην Αθήνα όντας πολύ άρρωστη. Περνούν τρεις μήνες, η κατάσταση της χάλια αλλά όταν μπορεί με τα χίλια ζόρια τον παίρνει τηλέφωνο. Εκείνος δεν έχει όρεξη καθόλου.

Ίσα ίσα που μιλάει, δεν τραγουδά πια, μαραζώνει. Η μάνα μου δυνατή πάντα του δίνει κουράγιο ενώ και εκείνη αργοπεθαίνει.

Είναι αρχές του Απρίλη μέρα Παρασκευή ο Κλεώ πεθαίνει, το λέω στην μάνα μου αλλά εκείνη δεν το ακούει, έχει πέσει σε κώμα. Την Κυριακή χαράματα η Χρυσούλα φεύγει από τη ζωή και το χέρι της δίπλα στο χαρτάκι με το τηλέφωνο του Κλεώ.

Χάθηκαν με δύο μέρες διαφορά, χωρίς όμως να νοιώσει ο ένας για τον άλλο πόνο θανάτου.


Η Φωφώ είπε: Δεν τους ήθελε μαζί η ζωή, αλλά τους ήθελε ο θάνατος!
http://efisecrets.gr/o-prwtos-erwtas-den-ksexniete/

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Την ώρα που αεροκοπάνε οι άρχοντες,
περί δημοκρατικής τάξης
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.


Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,

ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπότακτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ε, τούτων των ακινήτων το πετσί,
περίεργα θα 'λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε κατά πρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπό τους το φτυσμένο.
Ν' αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους
και πού το παράπονό του τους να πούνε;;
Απ' του μισθού τα ψίχουλα, πώς ν' αποχωριστούνε;;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Απ' την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δεν μας μένει.

- Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι -

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Καπνιστές..........

Evangello Anagnos Μπήκα στο μικρό καφέ και κάθισα στο τραπέζι με θέα το σοκάκι. Η γκαρσόνα έφτασε με καρφιτσωμένο χαμόγελο, λαμπάδα κορμί, εκπέμποντας πρελούδιο θαυμασμού. Η οσμή καβουρντισμένου καφέ,μ'έκανε να παραγγείλω ελληνικό. Πρίν προλάβω να πιώ μια γουλιά,ένα λευκό σύννεφο καπνού,έφτασε μέχρι τη μύτη μου. Η γυναίκα κάπνιζε σαν φουγάρο στο διπλανό τραπέζι. Κρατούσε το τσιγάρο ψηλά, κλασσικά, όπως οι περισσότερες, τον καρπό λυγισμένο και ούτε που την ένοιαζε ότι κάθε φορά εκτός απο τον καπνό του τσιγάρο φυσούσε επάνω μου φασιστικά τον καπνό που εξέπνεε... Άρχισα να βήχω ο μαλάκας και σε κάποια φάση της ζήτησα ευγενικά να το πάει απο την άλλη μεριά ή να μη φυσάει προς τα εμένα καθώς είχα θέμα. Η απάντησή της "και τι θέλεις να κάνω;, κάθισε αλλού"...Καπνιστές, fuck you, να είστε ευγενικοί με ανθρώπους που έχουν πρόβλημα και ζητούν το αυτονόητο. Να μην τους στερείτε τον αέρα που αναπνέουν. Η ελευθερία σας σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία η δικιά μας....Ο νόμος να τηρείται γαμώτο μου για όλους...αι στο διάολο.

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Λιαντίνης: Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό


Όταν σήμερα μιλάμε για υποκρισία, η αναφορά μας γίνεται σε κάτι τόσο αυτονόητο, όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Το συνήθισε το αίμα μας το καυσαέριο…
Όλες οι σκέψεις μας, όλες οι λέξεις και οι πράξεις μας είναι κίβδηλες ως το τελευταίο τους κύτταρο. Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία, μεγαλώνουμε μαζί της, την σπουδάζουμε με ζήλο, την διδάσκουμε με φανατισμό. Κι όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά μας.

Η υποκρισία μας σκεπάζει, όπως τα περιζώματα τα κρυφά μας μέρη.

Μας προστατεύει, όπως η νύχτα τις νυχτερίδες.

Μας δυναστεύει και μας βολεύει, όπως οι πάγοι τις πολικές αρκούδες.

Αν ξεφύγουμε λίγο από την προστασία της, κινδυνεύουμε να βρεθούμε είτε κατεργαραίοι του νόμου, είτε αφορεσμένοι από τις εκκλησίες, είτε πελάτες των ψυχιατρείων. Ριντίκολα, σαν το Θεόφιλο στην Πορταριά. Ή αυτόχειρες, σαν το Συκουτρή στον Ακροκόρινθο…

Αν μας γεννιέται η απορία ότι την υποκρισία (πανταχού παρούσα τριγύρω μας) δεν την βλέπουμε πουθενά, είναι γιατί μας λείπει παντελώς το αντικείμενο της παραβολής και το μέτρο της σύγκρισης.

Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;

Εκείνος-η που δεν βγήκε ποτέ του από το γηροκομείο, είναι φυσικό να μη φαντάζεται ότι στους δρόμους κυκλοφορούν ωραίοι έφηβοι και τρυφερά κορίτσια…