Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

η ζωή έχει αγριέψει μάγκες..



  1. Πρίν λίγες μέρες παιδιά,πέρασα από ένα συνοικιακό μπακάλικο,να ψωνίσω λίγα πράγματα. Ενα μαγαζί αυθεντικό,"αλλά παλιά",γεμάτο υπέροχες μυρωδιές από το παρελθόν ! Αυτά που πήρα τελικά ήταν δυό σακούλες όλο κι όλο,τα φόρτωσα στο αμάξι κι έφυγα.Παρκάρω λοιπόν στο σπίτι μου και...."ντριιιιν" το κινητό. Ηταν ο Μανωλιός ο φίλος μου,γείτονας, χρόνια τώρα, Τα σπίτια μας το ένα απέναντι στο άλλο. <<Τσακίσου ρε,μου λέει,έλα πάνω να πιούμε ρατσές...τώρα ακούς;>> <<η κυρά έχει φτιάσει κα...ι χοχλιούς>> τι να πώ εγώ..όχι;;;δεν υπάρχει περίπτωση..έχει δυό καραραμπίνες ο κρητήκαρος και κάτι χέρια σαν φτιάρια οικοδομής! Αφήνω λοιπόν τις σακούλες στο αμάξι μου,στο κάθισμα του συνοδηγού, κλειδώνω και χτυπάω το κουδούνι τους. Είπαμε τις μαλακίες μας,γελάσαμε,τα τσούξαμε. Οι καημένοι οι χοχλοί, παρκάρανε στο στομάχι μας, αφήνοντας το "σπιτάκι" τους σε βαθιά πιατέλα σαν κρατήρας. Πέρασε η ώρα όμορφα, ώσπου ο Μορφέας άρχισε να μας χτυπά την πλάτη...νυστάξαμε βλέπεις. Σηκώθηκα, τους ευχαρίστησα, ασπαστήκαμε είπα και τις καληνύχτες μου κι έφυγα. Διέσχισα τον δρόμο και πλησιάζω το αμάξι να πάρω τις σακούλες. Ξεράθηκα. Το τζάμι σπασμένο και οι σακούλες είχαν βγάλει φτερά από...κόνδορα. Οι ρατσές του Μανωλιού,άρχισαν να βγαίνουν από τα μάτια μου, (εγκεφαλικό σκέφτηκα),η καρδιά μου άρχισε να χορεύει σαν τα κωλομέρια από τις Βραζιλιάνες στο Ρίο,τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Ανοιξα την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και κάθισα να συνέλθω. Τελικά ρε μάγκες,με συνέφερε η λογική! Είπα μέσα μου <<κι αν ήταν φτωχαδάκια; Μπατίρια ρε παιδί μου και δεν είχαν τίποτα να φάνε;;>>Δε πάνε στο διάολο και οι σακούλες...χαλάλι τους...το ίδιο θα έκανα και γώ αν πείναγα...το τζάμι ποιος πληρώνει τώρα. Υ.Γ. φιλαράκια ΠΡΟΣΟΧΗ, η ζωή έχει αγριέψει...

ΜΙΚΡΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ;;

Η δουλειά ήταν κάπου στη βόρεια Ελλάδα,καλά λευτά,αρπαχτή που λέμε. Την πλάκωσα ολημερίς και την παρέδωσα κατά τις 7 το απόγευμα,όταν το σούρουπο έβαφε το πρόσωπό του με μελανά χρώματα, κατηφιασμένα. Πήγα στο μοτέλ,την έπεσα για μια ωρίτσα. Σηκώθηκα, έκανα ένα ντουζάκι να φρεσκαριστώ. Το ξύρισμα ήταν βαθύ και με λεπτομέρεια. Εβαλα τα καλά μου,την πανάρχαια κολώνια μου,την brut,χτυπώντας καλά τα μάγουλα να φραπαδιάσουν και έκλεισα τη πόρτα πίσω μου. Πήρα τον πρώτο δρόμο, έτσι για να γνωρίσω τη πόλη. Μου τράβηξε τη προσοχή ένα δρομάκι με πολλά φώτα.Χώθηκα με περιέργεια μικρού παιδιού. Τα μαγαζιά πολλά και διάφορα....σουβλακερί,καφε-μπάρ,χασάπικα,μπαράκια,κόσμος πολύς! Ξαφνικά ένα ουράνιο flash έλαμψε την περιοχή. (ε.. ρε γλέντια που έχει ο θεός σκέφτηκα) Δεν άργησε να έρθει και η βροντή,δυνατή,τρομερή,όπως όταν σπάει το φράγμα του ήχου το αεροπλανο. Να και η βρόχα που λέει ο Ζαμπέτας,αλλά τι βρόχα;;σαν γατοκέφαλα! Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, με τσάντες στο κεφάλι, εφημερίδες, οτι είχε πρόχειρο...Εγώ τρύπωσα στο πρώτο μπαράκι που είδα,να γλυτώσω από τη θυμωμένη φύση.Γεμάτο το μικρό μαγαζί. Ένας συρφετός ψευτομαγκιάς, έχει κατακλύσει τον χώρο. Μια πλημμύρα αμερικανοποιημένων νεοέλληνων,με μούσια φερετζέδες αλά μουτζαχεντίν και με κινητά και tablet στο χέρι, λάτρεις του fecesbook.. οι κοπελιές,βαμμένες ξανθές,με νηπιακής εμπνεύσεως τατουάζ στα βυζιά και ολούθε....Τελικά,δέκα λεπτά έκανα να φτάσω στονμπάρμαν. Του έκανα νόημα αλλά πού....<<ρε φίλε θα πιούμε σήμερα τίποτα;;>> του είπα. <<Να περιμένεις απάντησε>> Σκέφτηκα να φύγω,αλλά έξω η βροχή έριχνε ζειμπέκικο...Η ώρα περνούσε και ο θόρυβος από τη μουσική ήταν για τρέλα...Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος κοινωνιολόγος για να διαγνώσει τον πλήρη ξεπεσμό αυτής της σύγχρονης σκατοφυλής που ισχυρίζεται ότι κατάγεται από τους αρχαίους Έλληνες. Τέλος πάντων. Ξαφνικά ακούω μια αγριοφωνάρα,<<πές το >>... <<ένα Τζόνι>> του απάντησα. Το ποτήρι που έφερε,γδαρμένο από τις πολλές πλύσεις και το ποτό,λίγο με 200 παγάκια...<<Δέκα γέρο>> μου λέει...Του δίνω το δεκάρικο και σκέφτομαι ,Αλβανός θα είναι...άκου <<γέρο>> <<γιούρο>> ήθελε να πεί...Στο τρίτο ποτό δεν άντεξα και του λέω,<<γιούρο>> ρε φίλε,όχι <<γέρο>>...<<το ξέρω ρε γέρο>> μου λέει....Αυτό ήταν! πηδάω μέσα στη μπάρα και γίνεται χαμός. Μπουκάρουν και δυό φουσκωτοί και...ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε...Οι γροθιές τους επαναληπτικές και στοχευμένες...έριξα κι εγώ,αλλά στον αέρα.....( η ανδρεία όπως και πολλές άλλες αρχαϊκές αρετές,μ' έχουν δυστυχώς εγκαταλείψει προ πολλού.) Η ώρα έγειρε προς τις 2 το μεσημέρι.Προσπάθησα να σηκωθώ,αλλά ο πονοκέφαλος ήταν στο μάτι του..κυκλώνα,τρομερός,δυνατός !Κατάφερα τελικα να φτάσω στον καθρέφτη που λέει πάντα την αλήθεια! Το δεξί μάτι μου,ήταν σαν αμφιλεγόμενης γκέισας...το δεξί μου,έβλεπε, αλλά μέσα από ομίχλη. Πάλι καλά τα παιδιά,δεν μπορώ να πω,δεν με χτύπησαν κάτω από τη μέση! Το πάνω μέρος,είχε πρόβλημα...ακόμη και οι ρώγες μου πονούσαν, λές και είχα θηλάσει...αλιγάτορες.Τι ήθελα σε αυτό το ευρωκωλάδικο; αφού με την ψυχολογία που είχα,ήμουν το πολύ για μπακαλοταβέρνα,με τσίρο,ελιές και κρασάκι.Πολύ μαλάκας.Γι αυτό πρέπει να ακούμε τους παλιούς σοφούς ανθρώπους.Στην περίπτωσή μου θα έλεγαν, <<μικροί,μεγάλοι στο καφενείο ρεεεεε;;>>

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Το... μυστήριο σε πολλές παλιές ελληνικές ταινίες που δεν είχατε προσέξει!(ΒΙΝΤΕΟ)


CALLER'S CHOICE

Οι φανατικοί των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών ίσως το έχουν ήδη παρατηρήσει.
Απολαμβάνοντας τις πρώτες σκηνές της γνωστής ταινίας του 1965 "Υπάρχει και φιλότιμο" ο Μαυρογιαλούρος ψάχνοντας την ομιλία για την Πλατανιά έχει ακριβώς από πάνω του το κάδρο ενός βλοσυρού μουστακαλή που όπως λέει ο Κωνσταντάρας είναι ο αείμνηστος πατέρας του.
Είναι όμως αυτός ή μήπως είναι ο... Χαράλαμπος στο εξίσου θρυλικό "Ο θησαυρός του μακαρίτη" τον οποίο η Γεωργία Βασιλειάδου... θρηνεί μιας και πέθανε από το πολύ φαΐ.
Είναι ο Χαράλαμπος ή μήπως είναι τελικά ο θείος Τάκης της Γκέλυ Μαυροπούλου στο παλαιότερο  "Η κυρία του κυρίου" του 1962;
To πρόσωπο στο κάδρο είναι το ίδιο και εμφανίζεται λοιπόν σε τρεις ταινίες το 1959, το 1962 και το 1965 που βρήκαμε αρχικά. Μετά από έρευνα όμως και όπως αναφέρει το 90lepta.com ο μπάρμπας στο κάδρο εμφανίζεται και σε αρκετές ταινίες ακόμα όπως στο "Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός", στον "Εχθρό του λαού" ακόμα και "Στον αστερισμό της Παρθενου".
Η αποθήκη των στούντιο της Φίνος Φίλμς δεν υπάρχει πλέον για να βρούμε την εξήγηση....  Το 90lepta.com υποθέτει οτι το συγκεκριμένο πορτραίτο βρισκόταν στο “οπλοστάσιο” του σκηνογράφου Μάρκου Ζέρβα (που δούλευε για τη Φίνος φιλμ), επειδή όλες οι συγκεκριμένες ταινίες είναι σε δική του σκηνογραφία. Σε κάποιες εμπλέκεται επίσης και ο Νίκος Τσιφόρος που ήταν γνωστός χιουμορίστας και ίσως έβαλε το χεράκι του κι αυτός.
Δείτε καρέ αλλά και βίντεο από την εμφάνιση του πατρός Μαυρογιαλούρου ή  Χαράλαμπου ή  θείου Τάκη ή όπως τελωσπάντων προτιμάτε...
Velkontogiannis00-mparmpasΣτη λύση του μυστηρίου κάποιοι απαντάνε οτι μπορεί να είναι ο ηθοποιός Βελλισάριος Κοντογιάννης , με μικρή παρουσία σε πολλές ομως ελληνικές ταινίες.

01-HKyriaToyKyrioy01-O8hsayrosToyMakarith01-OKlearxosHMarinaKaiOKontos01-YparxeiKaiFilotimo05-AsterismosThsPar8enou54u90k66g76q

https://thecaller.gr/callers-choice/to-mysthrio/

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Θα πάρει μόνο 1 λεπτό για να διαβάσετε αυτό και να αλλάξετε το πώς σκέφτεστε


Ο ένας άνδρας μπορούσε να σηκωθεί όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να βοηθήσει την αποστράγγιση του υγρού από τους πνεύμονες του.
Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άνδρας έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος με την πλάτη του.
Οι άνδρες μιλούσαν για ώρες ατελείωτες. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, για την θητεία τους στο στρατό …για το παράθυρο του νοσοκομείου. Κάθε απόγευμα, όταν ο άνδρας στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί, περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον συγκάτοικο του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο.Ο άνδρας στο άλλο κρεβάτι άρχιζε να ζει για αυτές τις περιόδους μίας ώρας όπου ο κόσμος του γινόταν πλατύτερος και ζωντάνευε με όλη τη δραστηριότητα και το χρώμα από τον κόσμο εκεί έξω.Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια όμορφη λίμνη. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους.
Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και στο βάθος του ορίζοντα φαινόταν η ωραία θέα της πόλης.Καθώς ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε όλο αυτό με θεσπέσιες λεπτομέρειες, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό.
Ένα ζεστό απόγευμα, ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε μία παρέλαση που περνούσε.
Αν και ο άλλος άνδρας δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική, μπορούσε να την δει με τα μάτια του μυαλού του καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο του περιέγραφε με παραστατικές λέξεις.
Πέρασαν έτσι ημέρες, εβδομάδες και μήνες. Ένα πρωί, η πρωινή νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερό για το μπάνιο τους αλλά βρήκε το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε γαλήνια στον ύπνο του.
Λυπημένη κάλεσε τους νοσοκόμους να πάρουν το νεκρό σώμα. Τη στιγμή που φάνηκε ότι ήταν πρέπον, ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο.
Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή και όταν  σιγουρεύτηκε ότι ήταν άνετα, τον άφησε μόνο.
Σιγανά και με πόνους στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα για να ρίξει την πρώτη ματιά του στο πραγματικό κόσμο έξω.  
Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι. Υπήρχε μόνο ένας άσπρος τοίχος.
Ο άνδρας ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να είχε κάνει το συχωρεμένο συγκάτοικο του να του περιγράφει τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο.
Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο. Είπε, ‘Ίσως ήθελε απλά να σας δώσει κουράγιο.’
Επίλογος
Υπάρχει πελώρια ευτυχία στο να κάνουμε τους άλλους ευτυχισμένους παρά τη δική μας κατάσταση. Μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη αλλά η ευτυχία, όταν μοιράζεται, διπλασιάζεται.
Αν θέλετε να νιώσετε πλούσιοι, απλά μετρήστε όλα τα πράγματα τα οποία έχετε που τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν.

‘Το Σήμερα είναι ένα δώρο που ονομάζεται Παρόν. Η προέλευση της επιστολής αυτής είναι άγνωστη.
Thinking Humanity 

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

.Η αθλιότητα της φιλανθρωπίας...



στo Χαρτοφύλακας                  


Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος, ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και χάδι.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα. Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε, και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του, της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.
Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου καλά να το αξιώσει».
Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή μας.

Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’ αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του. Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής, πρέπει να ομολογήσω.

Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’ αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα, και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».
Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του; Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;
Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε «σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας, της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά, όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.
Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους -υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική μισανθρωπία.
Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και «ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του, με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας, υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του οίκτου του.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ


ΠΗΤΣΑΜ: Λαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός μπροστά σου  για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας» 

Πηγή: kibi-blog.blogspot.gr